ὄχλος — crowd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)